Διοπείθει

Διοπείθει
Διοπείθης
masc nom/voc/acc dual (attic epic)
Διοπείθεϊ , Διοπείθης
masc dat sg (epic ionic)
Διοπείθης
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σύνταξη — Περιοδική παροχή σε χρήμα, για την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης, εκ μέρους του κράτους και άλλων οργανισμών, στα πρόσωπα που έχουν αποχτήσει το σχετικό δικαίωμα κατ’ αναφορά προς προηγούμενη σχέση παροχής υπηρεσιών. Στην αρχή η σ. πήγαζε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”